- ὑπερίστωρ
- ὑπερίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,A knowing but too well, c. gen., S.El.850 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερίστωρ — knowing but too well masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερίστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»] … Dictionary of Greek
ὑπερίστορα — ὑπερίστωρ knowing but too well masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)